21 Ιουλίου 2011

Άδεια χέρια

..Πολύ στεναχωριέμαι που δεν έχω τίποτα όμορφο να σας διηγηθώ..πολύ στεναχωριέμαι που δεν έχω κάτι όμορφο να με νανουρίσω..τον τελευταίο καιρό δεν αισθάνομαι και πολλά..ή μάλλον αισθάνομαι πολύ βαθιά αυτό το τίποτα που είμαι και που είμαστε..προσπαθώ σε αυτές τις αποσπασματικές προτάσεις που γράφω με τέχνη καμία, να χωρέσω τον εαυτό μου ολόκληρο, που σήμερα σαν σύννεφο τον νοιώθω..σύννεφα.. που συστρέφονται αλλάζοντας σχήματα και μορφές ανάλογα με το ποιός άνεμος τα σπρώχνει..που βροντούν και αστράφτουν όταν τα διαφορετικά δυναμικά τους ενώνονται.. δεν έχω γνωρίσει ακόμα ανθρώπινο ον που να κατέχει στην καρδιά μου μια θέση σταθερή και σαφή..πάντα κάποιος άνεμος τα σπρώχνει, αλλάζοντας τους θέση και μορφή μέσα μου..άλλοτε πάλι γλιστρούν έξω από μένα και χάνονται.. τις περισσότερες φορές το σχήμα τους είναι τόσο προβλέψιμο όσο ο άνεμος κι αν φυσήξει ,που καταντούν ανιαροί και γελοίοι..κάποτε τα αντίθετα ανθρώπινα δυναμικά ενώνονται, αλλά η μαγεία του κεραυνού κρατάει μόλις 2 στιγμές..μιά στιγμή που την βλέπεις και άλλη μια που την ακούς..όσο κι αν θόλωσαν τα μάτια από το ξαφνικό φως, όσο κι αν μάτωσαν τα τύμπανα από τον αναπάντεχο βρόντο, η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει..η όραση μελαγχολίζουσα, επανέρχεται στα φυσιολογικά για τυφλούς επίπεδα και η ακοή αποχωρεί βουίζοντας στα τάρταρα των κουφών..κάποτε κουραζόμαστε απο αυτό το ταξίδι του όλα στο τίποτα και πιστεύουμε ένα σύννεφο για μοναδικό..κρατάμε τα μάτια μας πάνω του καθώς αλλάζει σχήματα και μορφές, κλείνουμε τα μάτια μας καθώς αυτό διασπάται σε άλλα μικρότερα και όταν τα ξανανοίγουμε δεν ξέρουμε πιό σύννεφο αγαπήσαμε πια..για μένα, ‘‘πιστεύω’’ σημαίνει κοιμάμαι αγκαλιά με ένα πτώμα..πόση ομοιότητα βρίσκω αυτή τη στιγμή ανάμεσα σε εμένα και τα σύννεφα..αύριο θα είμαι άλλος..χτυπά το τηλέφωνο..δεν με νοιάζει, εν μέρει γιατί ξέρω ποιός είναι..προσπαθώ να μην δίνω σημασία σε αυτό το δυνατό, ξασπρισμένο φως στα δεξιά μου που δεν αφήνει τίποτα κρυφό στην φαντασία..παραβλέπω τον ανεμιστήρα και το ψυγείο που βουίζουν μονότονα, θυμίζοντάς μου το πόσο αυτόματα έχουμε καταντήσει σε αυτή τη ζωή..παρατηρώ σιωπηλός την καρδιά μου που χτυπά δυνατά στο στήθος μου, προτρέποντας με σε πράξεις ανείπωτες.. δεν ξαναδιαβάζω αυτά που γράφω, καθώς τα γράφω..τα θέλω ασυνάρτητα και ανεπιτήδευτα, σε κάποιο μέτρο όμως πάντα..προσπαθώ να παίξω με τις ιδέες και τα χρώματα, αλλά μάλλον χωρίς να το θέλω και πολύ..κάτι τέτοιες στιγμές, μου προκαλεί αγαλλίαση η σκέψη ότι κάποια στιγμή όλα θα σταματήσουν να υπάρχουν για μένα ή εγώ θα σταματήσω να υπάρχω για αυτά..είμαι απόλυτα πεπεισμένος, πώς οσο το χρόνια στοιβάζονται σαν πεσμένα φύλλα στα πόδια της ζωής μας, γινόμαστε όλο και πιό κουτοί, όλο και πιό αφύσικοι, όλο και πιό ποταποί, πράγμα που ψυχανεμιζόμαστε, μόνο όταν τα περισσότερα φύλλα μας έχουν πέσει και περιμένουμε έναν άνεμο να τα πάρει μακριά..τότε ξαναγινόμαστε για λίγο παιδιά..μου έρχεται στο μυαλό αυτή η ιστοριούλα που κυκλοφορεί από δω κι από εκεί στα ιντερνετικά μονοπάτια και αγνοώ την προέλευσή της, κατά την οποία γεννιόμαστε γέροι, σιγά-σιγά βρίσκουμε γύρω μας τα εγγόνια και τα παιδιά μας που μας αγαπούν τρυφερά καθώς τους διηγούμαστε ιστορίες γύρω από το αναμμένο τζάκι και μικραίνουμε, γινόμαστε νέοι που πιστεύουν, ανακαλύπτουν και ερωτεύονται και μικραίνουμε, μικραίνουμε ώσπου γινόμαστε παιδιά που παίζουν χαρούμενα στις αλάνες και μικραίνουμε, γινόμαστε ευτυχυσμένα μωρά και νυσταλέα βρέφη, ώσπου η ζωή μας τελειώνει με μια εκσπερμάτιση..παρόλο που μπαίνω στον πειρασμό να παρατηρήσω ότι η ιστορία αυτή γράφτηκε από ηλίθιο, εγωιστή, ερασιτέχνη και ονειροπόλο συγγραφέα που δεν συνειδητοποίησε ότι σύμφωνα με την θεωρία του, θα βιώναμε τον θάνατο των εγγονών και ύστερα των παιδιών μας, άρα πάλι η ζωή μας θα ήταν οδυνηρή, μου ασκεί τρομακτικά γλυκιά επίδραση αυτήν την στιγμή, τόσο γλυκιά που θέλω να ζήσω..
Καρδιά μου, ως πότε ακόμα θα θέλω να ζω?

16 Ιουλίου 2011

Καλλονή Μυτιλήνης

Καλλονή Μυτηλίνης…Δευτέρα, δεύτερη μέρα του Ιούνη…‘‘Καλοκαίρι!!”, θα έλεγε κάποιος που θεωρεί τα καλοκαίρια ως κάτι το πρωτότυπο, σαν να μην πέρασαν εκατομμύρια από δαύτα, πάνω απ’τον ταλαίπωρο τούτο πλανήτη· βέβαια, γι’ αυτούς που θέλουν να κυριολεκτούν, γι’ αυτούς που δεν μπορούν να πουν τίποτα αν δεν το έχουν σκεφτεί πρώτα καλά-καλά, ούτε τα καλοκαίρια είναι συνυφασμένα με την επικράτηση μιας γενικής καλοκαιρίας, ούτε η Καλλονή Μυτηλίνης συμβαδίζει με την απολυτότητα του κάλλους ή της ιδέας αυτού, ιδωμένης έστω και με τρόπο αφαιρετικό. Φυσικά, υπάρχουν και οι άλλοι· εκείνοι που θεωρούν αυτόν τον συφερτό από σκόνη και υγρασία που κάνει το προσωρινό μας πετσί να ασφυκτιά κάτω απ’τις εχθρικές πια ηλιακές ακτίνες, σαν μια κατάσταση με πυκνότητα θετική, αφενός υποβαλλόμενοι από την ίδια την ετοιμολογία των λέξεων, αφετέρου γιατί οι ανθρώπινες μάζες βρίσκουν την εποχή αυτή κατάλληλη (όπως και τις υπόλοιπες βεβαίως) για να ενδυθούν τις μύχιες φαντασιώσεις τους, σχετικά με το ποιοι είναι ή φαντάζονται πως είναι, πράγμα που είναι το ίδιο και το αυτό. Και πώς θα μπορούσε άραγε να είναι διαφορετικά? Τα λιοντάρια λιάζονται ευτυχισμένα ή διψασμένα στις απέραντες σαβάνες της Αφρικής, οι χελώνες καρέτα-καρέτα γεννούν τα αυγά τους σε μια συγκεκριμένη παραλία της Ζακύνθου, υπό την αιγίδα του ευαισθητοποιημένου κρατικού μηχανισμού και την προστασία των νόμων που ο μηχανισμός αυτός έχει θεσπίσει και το ανθρώπινο κοπάδι συνωστίζεται σε κυριλέ, οργανωμένες πλαζ, αν έχει ή θα ήθελε να έχει ή νομίζει πως θα αποκτήσει αν συναναστρέφεται αυτούς που έχουν λεφτά, γκόμενες και cabriole, ή στις οργανωμένες, υπαίθριες κατασκηνώσεις αν δεν έχει τα παραπάνω σε αποδεκτή ποσότητα και μορφή, γιατί και σαράβαλα γκόμενες υπάρχουν και σαράβαλα cabriolet(είχα και εγώ κάποτε ένα..). Φυσικά υπάρχει και η αυτοχρισμένη ελίτ του κοπαδιού που απαρτίζεται από δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, όπως οι δύο πλευρές ενός κοινού νομίσματος· αυτοί που δεν καταδέχονται να μοιράζονται μια παραλία με τους άλλους και αγοράζουν μία μόνο γι’αυτούς και οι άλλοι που μη μπορώντας να κάνουν το ίδιο, ψάχνουν ένα απόμερο, στο μέτρο του δυνατού πια, μέρος για να βιώσουν την φαντασίωση του καλοκαιριού, με μια σκεπή από καραβόπανο ανάμεσα σ’αυτούς και τα αστέρια.. Φυσικά και στις δύο πλευρές του νομίσματος, η φυσιολατρεία ακμάζει.. Υπάρχουν κι άλλοι..Συνταξιούχοι της ζωής, ξεχασμένοι σε αυτά τα στοιβαγμένα κουτιά από παπούτσια που μάθαμε να ονομάζουμε πολυκατοικίες, πόρνες, πρεζάκια, μπάτσοι, μικροαστοί, όλοι αυτοί για τους οποίους το τίμημα της φαντασίωσης είναι πολύ ακριβό για τους δικούς τους λόγους..
Λίγο-πολύ, αυτοί είμαστε αυτό το καλοκαίρι, όπως και θα είμαστε στα επόμενα που μας απομένουν.. Όσο για μένα, αφήνω τη ζωή να κυλά σαν άμμος ανάμεσα στα δάχτυλα, σε ένα χωριό που δεν ζήτησα να βρεθώ, με την πικρή και υφάλμυρη γεύση που αφήνει στο στόμα η συνείδηση ότι δεν έχουμε συνείδηση της ζωής και του τέλους της και την αγωνία να μην θυμηθώ να κλείσω την χούφτα, νανουρίζοντας με μέσα από τις σελίδες αυτού του φτενού λευκώματος..